- πρόστεγον
- πρόστεγον, τό, ([etym.] πρός, στέγη)A house-rent, PLond.5.1708.40 (vi A.D., pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόστεγον — (II) τὸ, Α ενοίκιο οικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. *πρόστεγος < προσ * + στεγος (< στέγη), πρβλ. ὑπό στεγος] … Dictionary of Greek
πρόστεγο(ν) — (I) το, Ν ναυτ. υπόστεγο τού ανώτατου καταστρώματος στην περιοχή τής πλώρης το οποίο δεν συνδέεται με τις υπόλοιπες υπερκατασκευές τού πλοίου, κν. καμπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στέγη. Η λ., στον λόγιο τ. πρόστεγον, μαρτυρείται από το 1897 στο… … Dictionary of Greek